- αλιανθης
- ἁλιανθήςἁλι-ανθής2«расцветающий морем», т.е. пурпурный
(κόχλος, τρῦχος Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(κόχλος, τρῦχος Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αλιανθής — ἁλιανθής, ὲς (Α) αυτός που βλαστάνει στη θάλασσα, που έχει το λαμπρό χρώμα τής πορφύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι (< ἅλς) + ανθὴς < ἄνθος] … Dictionary of Greek
ἁλιανθές — ἁλιανθής sea blooming masc/fem voc sg ἁλιανθής sea blooming neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
ἁλιανθέι — ἁλιανθέϊ , ἁλιανθής sea blooming dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)